ευκατάμικτος

ευκατάμικτος
εὐκατάμικτος, -ον (Α)
ευπροσήγορος, φιλόφρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κατα-μικτος (< κατα-μείγνυμι), πρβλ. α-κατά-μικτος, παγ-κατά-μικτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”